Η Υπουργός Παιδείας στην εποχή του surveillance capitalism – Άρθρο μου στο AlfaVita (03/04/21)

3 ΑΠΡ

Η Υπουργός Παιδείας, αφού επί 1 χρόνο κρυβόταν από τον ελληνικό λαό και σύσσωμη την αντιπολίτευση, αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τις συμβάσεις με την εταιρία Cisco για την πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης, στο site του Υπουργείου Παιδείας, χωρίς καν μια επίσημη ανακοίνωση καθώς πιθανότατα συναισθάνθηκε ότι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις αντιδράσεις που τελικά ξέσπασαν.

Από τη μελέτη των συμβάσεων καταλαβαίνουμε γιατί απέφυγε όσο μπόρεσε να κρύψει τις συμβάσεις αυτές, τις οποίες μάλιστα όφειλε να είχε αναρτήσει στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ ως όφειλε. Ο λόγος είναι ότι το περιεχόμενο των εγγράφων την αφήνουν πολλαπλά έκθετη με τεράστιες ευθύνες.

Μπορεί οι ευθύνες της κυβέρνησης της ΝΔ και της κ. Κεραμέως για την διάλυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς όφελος των κολλεγίων, για τους κομματικούς διορισμούς των στελεχών εκπαίδευσης χωρίς κριτήρια και τα δοτά «αιρετά» μέλη στα υπηρεσιακά συμβούλια να είναι πολιτικές και εν πολλοίς προβλέψιμες με βάση το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, ωστόσο το ζήτημα της διακινδύνευσης των προσωπικών δεδομένων πολιτών με αδιαφανείς εμπορικές συμφωνίες είναι άλλης τάξεως ζήτημα.

Από τα έγγραφα προκύπτει αυτό που ισχυριζόμαστε από την έναρξη της διαδικασίας τηλεκπαίδευσης. Ότι το Υπουργείο Παιδείας θέτει σε κίνδυνο τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών και ειδικά των ανηλίκων μαθητών. Συγκριμένα, από την αρχική σύμβαση δωρεάν παροχής, προκύπτει ότι έχουν τεθεί στη διάθεση της Cisco τα μεταδεδομένα (Administrative,Support, Telemetry Data) 1,5 εκατ. μαθητών, σπουδαστών και εκπαιδευτικών.

Με αυτή τη σύμβαση, άνοιξε την πόρτα 1,5 εκατομμυρίων νοικοκυριών, και έδωσε στο πιάτο το αγοραστικό, ψυχολογικό, εργασιακό, πολιτικό και συμπεριφορικό προφίλ κάθε συμπολίτη μας στη Cisco, ώστε αυτή είτε να τα αξιοποιήσει μόνη της για εμπορικούς σκοπούς, είτε να τα πουλήσει σε τρίτους. Αυτό προκύπτει και από την ενδελεχή αποδόμηση που έχουν κάνει στις συμβάσεις Κεραμέως- Cisco τόσο η αντιπολίτευση όσο και φορείς και η κοινωνία των πολιτών όπως η Ένωση Πληροφορικών Ελλάδος που αποκαλύπτει τα ψέματα και τις μισές αλήθειες της κυβέρνησης.

Όπως προκύπτει από τα έγγραφα που δημοσιοποιήθηκαν, το Υπουργείο Παιδείας έχει αναγκαστεί μέχρι στιγμής να τροποποιήσει 4 φορές την αρχική σύμβαση, προσπαθώντας να «κρύψει» το τεράστιο θέμα διαρροής δεδομένων προς την εταιρία και να συμμορφωθεί με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR) όπως της υπέδειξε εκ των υστέρων η ανεξάρτητη αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ΑΠΔΠΧ.

Εξ άλλου, από τα έγγραφα προκύπτει ότι αυτό που «δώρισε» η Cisco στο Υπουργείο Παιδείας για τις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης ήταν, τελικά, μια περιορισμένων αδειών, δωρεάν έκδοση (free trial) της πλατφόρμας τηλεδιασκέψεων, για την οποία η Cisco αποποιούταν κάθε ευθύνη για θέματα λειτουργίας και ποιότητας, καθώς αναφέρεται ρητά ότι η τυπική εγγύηση της εταιρίας δεν ισχύει για τέτοιες δοκιμές.

Όλοι οι μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί θυμούνται ακόμα το φιάσκο με την κατάρρευση του συστήματος την πρώτη μέρα τηλεκπαίδευσης σε πανελλαδική κλίμακα και τα προβλήματα σύνδεσης. Προβλήματα που αφενός οφείλονταν στη free trial έκδοση που πληρώθηκε σε είδος (μεταδεδομένα) και συνδυάστηκαν με την αναλγησία της κυβέρνησης μπροστά στον αποδεδειγμένο με έρευνες αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών από την πρόσβαση σε εξοπλισμό και σύνδεση στο Ιnternet. Μιας κυβέρνησης που θυμήθηκε 5 μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς και σχεδόν ένα χρόνο από την έναρξη της πανδημίας, να ανακοινώσει voucher για εξοπλισμό σε οικογένειες που το έχουν ανάγκη και ακόμα και σήμερα δεν τα έχει δώσει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία από την αρχή της φετινής χρονιάς είχε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις τόσο για την αξιοποίηση του ΣΥΖΕΥΞΙΣ2 για την τηλεκπαίδευση, ενός έργου που καρκινοβατούσε 10 χρόνια, και για την παροχή δωρεάν ευρυζωνικών συνδέσεων και υπολογιστών σε μαθητές αλλά είχαμε κρούσει εγκαίρως και τον κώδωνα του κινδύνου για την προστασία προσωπικών δεδομένων και την αδιαφάνεια τόσο στη νομοθέτηση της «κάμερας στην τάξη» όσο και στην πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης.

Η κυβέρνηση, ενώ έπρεπε εξ’αρχής και όχι εκ των υστέρων, να αξιοποιήσει την υποδομή του «ΣΥΖΕΥΞΙΣ II» και με διαφάνεια να προχωρήσει θεσμικά τις διαγωνιστικές διαδικασίες για να προσελκύσει όλες τις διαθέσιμες πλατφόρμες ιδιωτικών παρόχων, επέλεξε τα ad hoc ιδιωτικά συμφωνητικά με τη Cisco, αρχικά επικαλούμενη δωρεάν δοκιμαστική έκδοση της πλατφόρμας, για να μεθοδεύσει την μετέπειτα απευθείας ανάθεση. Επίσης θα μπορούσε να είχε προβλέψει την δημιουργία μιας δημόσιας πλατφόρμας τηλεκπαίδευσης μέσω του Πανελληνίου Σχολικού Δικτύου που θα έμενε και παρακαταθήκη στο Δημόσιο. Δυστυχώς εκ των υστέρων δικαιωνόμαστε και έχουμε μπροστά μας μια υπόθεση που δεν κλείνει αλλά μόλις άνοιξε.

Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι μια έκφανση ενός συνολικότερου φαινομένου. Στην εποχή της 4η βιομηχανικής επανάστασης τα big data αποτελούν το νέο πετρέλαιο και δεν είναι τυχαίος ο όρος «εξόρυξη» που χρησιμοποιείται για την συλλογή και την ανάλυση τους γενούν ζητήματα ατομικών ελευθεριών αλλά και επηρεασμού των δημοκρατικών διαδικασιών όπως συνέβη με το σκάνδαλο της Cambridge Analytica. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος προσωπικά ως επιτελάρχης του επιτελικού κράτους. τόσο με την υπόθεση της Palantir για την πανδημία όσο και με την υπόθεση της Cisco αλλά και με την μέριμνα του για την προσέλκυση επενδύσεων εταιριών στα Data Analytics φαίνεται πως λειτουργεί ως broker των δημόσιων βάσεων δεδομένων αλλά και των προσωπικών δεδομένων πολιτών . Αυτό το φαινόμενο που εύστοχα η ακαδημαϊκός Shoshana Zuboff ονόμασε surveillance capitalism, είναι ζήτημα με πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις που πρέπει να απασχολήσει όλα τα πολιτικά κόμματα και την κοινωνία των πολιτών το επόμενο διάστημα.