O Μάριος Κάτσης στην 43η ολομέλεια της ΚΣ Γαλλοφωνίας στο Λουξεμβούργο

11 ΙΟΥΛ

Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία στο Λουξεμβούργο οι εργασίες  της 43ης ολομέλειας της ΚΣ Γαλλοφωνίας, στις οποίες συμμετείχε ο Βουλευτής Μάριος Κάτσης ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας.

Ο Βουλευτής πήρε μέρος στις εργασίες της Διαρκούς Επιτροπής για τις κοινοβουλευτικές υποθέσεις και παρακολούθησε ακαδημαϊκή ημερίδα με θέμα τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία στο γαλλόφωνο χώρο.

Η έναρξη των εργασιών έλαβε χώρα στις 10 Ιουλίου, παρουσία όλης της πολιτικής ηγεσίας του Λουξεμβούργου (Μέγας Δούκας, Πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Βουλής). Οι εργασίες ξεκίνησαν με την εισήγηση της Γ.Γ. του Οργανισμού της Γαλλοφωνίας και ακολούθησε συζήτηση. Η ερώτηση που υπεβλήθη από την ελληνική αντιπροσωπεία θα απαντηθεί γραπτώς  από την κ. Γ.Γ. της Γαλλοφωνίας.

Τη 2η ημέρα των εργασιών της ολομέλειας, γενικό θέμα συζήτησης ήταν «Γλωσσική ποικιλομορφία, πολιτισμική ποικιλομορφία, ταυτότητες», με τον κ. Κάτση να εκφωνεί ομιλία εκ μέρους της ελληνικής αντιπροσωπείας με θέμα  «Το έργο της εκπαίδευσης των προσφύγων».

Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν με την ψήφιση των σχεδίων αποφάσεων από τη Συνέλευση, ενώ ορίστηκε ότι η επόμενη θα φιλοξενηθεί τον Ιούλιο του 2018 στο Quebec.

 

Ακολουθεί το βίντεο και μεταφρασμένο το κείμενο της ομιλίας

 

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο σέβεται και προωθεί το ελληνικό κράτος. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση, πολύ παραπάνω κάθε προσφυγόπουλο, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και το εθνικό δίκαιο. Η διασφάλιση του δικαιώματος των ανήλικων προσφύγων στη εκπαίδευση υπήρξε, από τις αρχές του 2016,  βασικό μέλημα του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.

Το απαιτητικό αυτό έργο σχεδιάστηκε υπό συνθήκες χρονικής πίεσης και υλοποιείται σε ένα ιδιαίτερα ρευστό περιβάλλον. Οι πρόσφυγες, προερχόμενοι από ποικίλες εμπόλεμες ζώνες, έχουν πολύ σκληρά βιώματα, ταυτόχρονα όμως δεν αποτελούν μια ομοιογενή ομάδα: άνθρωποι με διαφορετικές εθνικότητες και γλώσσες, με διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά,  με διαφορετικό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο.

Το Υπουργείο Παιδείας ετοίμασε ένα σχέδιο για την ένταξη των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση, ώστε να συνεισφέρει στην ευρύτερη κοινωνική τους ένταξη. Η Επιστημονική Επιτροπή που συγκροτήθηκε έλαβε υπόψη τη μεγάλη κινητικότητα του προσφυγικού πληθυσμού, την άγνοια της ελληνικής γλώσσας καθώς και τη μακρόχρονη απομάκρυνση των περισσότερων παιδιών από το σχολείο

Το “προσφυγικό ζήτημα” κορυφώθηκε την περίοδο Αυγούστου 2015-Μαρτίου 2016, ενώ ανεπίσημα ο αριθμός των προσφύγων  που έφτασαν στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 1 εκατομμύριο. Με το κλείσιμο των συνόρων και τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, περίπου 60.000 πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα, εκ των οποίων 20.000 παιδιά. Από αυτά, 8.000 ανήκουν στις ηλικίες δημοτικού και γυμνασίου  δηλαδή ανήκουν στην υποχρεωτική εκπαίδευση.

Για την εκπαίδευση τους, το Υπουργείο Παιδείας προχώρησε στη δημιουργία 117 Δομών Υποδοχής, μέσα σε ήδη υπάρχοντα σχολεία, όπου φοίτησαν τα απογεύματα περίπου 3.000 προσφυγόπουλα τα οποία αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα παιδιά προσαρμόστηκαν στην εκπαιδευτική διαδικασία, ανταποκρίθηκαν στα μαθήματα και παρατηρήθηκε πρόοδος στην εκμάθηση των ελληνικών. Σε πολλά σχολεία  ξεπεράστηκαν οι πρώτες δυσκολίες επαφής με τους έλληνες μαθητές και άρχισαν να οργανώνονται κοινές δράσεις με σκοπό τη γνωριμία με τις ιδιαίτερες πολιτισμικές παραδόσεις των χωρών καταγωγής των προσφύγων.

Όμως, ένας σημαντικός αριθμός μαθητών ή δε φοίτησε συστηματικά ή δε φοίτησε καθόλου στο σχολείο και αυτό παρατηρήθηκε κυρίως στους αραβόφωνους μαθητές ( Σύριοι ) οι οποίοι είχαν την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να φύγουν από την Ελλάδα.  Επιπλέον, ήταν υπαρκτή η δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα  σε δασκάλους και μαθητές  λόγω γλώσσας, καθώς πολλοί εκπαιδευτικοί δεν είχαν γνώσεις ή εμπειρία διδασκαλίας σε αλλόγλωσσους μαθητές και ήταν λίγοι οι ειδικευμένοι στη δίγλωσση-διαπολιτισμική εκπαίδευση. Από την άλλη, προσπάθησαν να δημιουργήσουν γέφυρες ανάμεσα στο σχολείο και την κοινωνία, παρότι συχνά βρέθηκαν υπό καθεστώς μεγάλης πίεσης λόγω ακραίων αντιδράσεων γονέων και  ρατσιστικών κινήσεων. Όμως η Πολιτεία κράτησε ανυποχώρητη στάση στο ζήτημα της λειτουργίας των δομών εκπαίδευσης και δόθηκε μάχη από φορείς και πολίτες για να περιφρουρηθεί το δικαίωμα των προσφυγόπουλων στην εκπαίδευση.

Για να βοηθήσει αυτά τα παιδιά στη διαδικασία ένταξής τους, το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να γίνει ανοικτό, να αναγνωρίσει ταυτότητες, ποικίλες πολιτισμικές αναφορές και  διαφορετικές ανάγκες. Η εκμάθηση των ελληνικών και ξένων γλωσσών μπήκε σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ στο μέλλον σχεδιάζεται και η διδασκαλία των γλωσσών των χωρών καταγωγής. 

Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο εκπαιδευτικό εγχείρημα, το οποίο, παρά τις παραλήψεις και τις δυσκολίες, αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων στη χώρα μας. Το κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα της εξόδου από το γκέτο των καταυλισμών και της επανόδου της ζωής των παιδιών σε μια κανονικότητα, έχει εν πολλοίς κερδηθεί –και όχι σε ένα εύκολο πεδίο, αν δούμε την τρέχουσα ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα. Τα επιτεύγματα αυτά είναι σημαντικά λόγω των περιορισμένων ευκαιριών κοινωνικής ένταξης των προσφύγων και συνάντησης τους με Έλληνες πολίτες και αποτέλεσαν μια βάση για την ευρύτερη αποδοχή των δικαιωμάτων των προσφύγων και την ένταξη τους στην ελληνική και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.